σιμώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σιμώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιμώνω < αρχαία ελληνική σιμός + -ώνω
Ρήμα
σιμώνω, αόρ.: σίμωσα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) πλησιάζω, κοντεύω
- ※ Θα το στείλανε να του μηνύσει κι αυτό φοβότανε να τον σιμώσει, απαράλλαχτα όπως μια φορά κι εγώ, όταν τον έβλεπα έτσι θυμωμένο. (Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1923)[1] Η Αννιώ [διήγημα])
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σιμώνω | σίμωνα | θα σιμώνω | να σιμώνω | σιμώνοντας | |
| β' ενικ. | σιμώνεις | σίμωνες | θα σιμώνεις | να σιμώνεις | σίμωνε | |
| γ' ενικ. | σιμώνει | σίμωνε | θα σιμώνει | να σιμώνει | ||
| α' πληθ. | σιμώνουμε | σιμώναμε | θα σιμώνουμε | να σιμώνουμε | ||
| β' πληθ. | σιμώνετε | σιμώνατε | θα σιμώνετε | να σιμώνετε | σιμώνετε | |
| γ' πληθ. | σιμώνουν(ε) | σίμωναν σιμώναν(ε) |
θα σιμώνουν(ε) | να σιμώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σίμωσα | θα σιμώσω | να σιμώσω | σιμώσει | ||
| β' ενικ. | σίμωσες | θα σιμώσεις | να σιμώσεις | σίμωσε | ||
| γ' ενικ. | σίμωσε | θα σιμώσει | να σιμώσει | |||
| α' πληθ. | σιμώσαμε | θα σιμώσουμε | να σιμώσουμε | |||
| β' πληθ. | σιμώσατε | θα σιμώσετε | να σιμώσετε | σιμώστε | ||
| γ' πληθ. | σίμωσαν σιμώσαν(ε) |
θα σιμώσουν(ε) | να σιμώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σιμώσει | είχα σιμώσει | θα έχω σιμώσει | να έχω σιμώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σιμώσει | είχες σιμώσει | θα έχεις σιμώσει | να έχεις σιμώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σιμώσει | είχε σιμώσει | θα έχει σιμώσει | να έχει σιμώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σιμώσει | είχαμε σιμώσει | θα έχουμε σιμώσει | να έχουμε σιμώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σιμώσει | είχατε σιμώσει | θα έχετε σιμώσει | να έχετε σιμώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σιμώσει | είχαν σιμώσει | θα έχουν σιμώσει | να έχουν σιμώσει |
| |
Μεταφράσεις
σιμώνω
|
→ δείτε τη λέξη πλησιάζω |
μεσαιωνικά ελληνικά
Ετυμολογία
- σιμώνω < αρχαία ελληνική σιμός + -ώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.