απροσέγγιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροσέγγιστος η απροσέγγιστη το απροσέγγιστο
      γενική του απροσέγγιστου της απροσέγγιστης του απροσέγγιστου
    αιτιατική τον απροσέγγιστο την απροσέγγιστη το απροσέγγιστο
     κλητική απροσέγγιστε απροσέγγιστη απροσέγγιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροσέγγιστοι οι απροσέγγιστες τα απροσέγγιστα
      γενική των απροσέγγιστων των απροσέγγιστων των απροσέγγιστων
    αιτιατική τους απροσέγγιστους τις απροσέγγιστες τα απροσέγγιστα
     κλητική απροσέγγιστοι απροσέγγιστες απροσέγγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απροσέγγιστος < ελληνιστική κοινή ἀπροσέγγιστος

Επίθετο

απροσέγγιστος

  1. που δεν έχει προσεγγιστεί
  2. που δεν προσεγγίζεται

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.