προσελκύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσελκύω < προσ- + ελκύω (κατά μετάπλαση του (αρχαία ελληνική) προσέλκω < πρός + ἕλκω) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική attirer)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.selˈci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσελκύω
παλιότερος συλλαβισμός: προσελκύω

Ρήμα

προσελκύω (παθητική φωνή: προσελκύομαι)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.