ματαιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ματαιώνω < αρχαία ελληνική ματαιῶ + -ώνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.teˈo.no/
Ρήμα
ματαιώνω
- δεν πραγματοποιώ μια προγραμματισμένη ενέργεια
- (βάσεις δεδομένων) η ενέργεια της ακύρωσης μιας συναλλαγής (transaction) σε μία βάση δεδομένων και η επαναφορά της στην πρότερη κατάσταση [1]
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ματαιώνω | ματαίωνα | θα ματαιώνω | να ματαιώνω | ματαιώνοντας | |
| β' ενικ. | ματαιώνεις | ματαίωνες | θα ματαιώνεις | να ματαιώνεις | ματαίωνε | |
| γ' ενικ. | ματαιώνει | ματαίωνε | θα ματαιώνει | να ματαιώνει | ||
| α' πληθ. | ματαιώνουμε | ματαιώναμε | θα ματαιώνουμε | να ματαιώνουμε | ||
| β' πληθ. | ματαιώνετε | ματαιώνατε | θα ματαιώνετε | να ματαιώνετε | ματαιώνετε | |
| γ' πληθ. | ματαιώνουν(ε) | ματαίωναν ματαιώναν(ε) |
θα ματαιώνουν(ε) | να ματαιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ματαίωσα | θα ματαιώσω | να ματαιώσω | ματαιώσει | ||
| β' ενικ. | ματαίωσες | θα ματαιώσεις | να ματαιώσεις | ματαίωσε | ||
| γ' ενικ. | ματαίωσε | θα ματαιώσει | να ματαιώσει | |||
| α' πληθ. | ματαιώσαμε | θα ματαιώσουμε | να ματαιώσουμε | |||
| β' πληθ. | ματαιώσατε | θα ματαιώσετε | να ματαιώσετε | ματαιώστε | ||
| γ' πληθ. | ματαίωσαν ματαιώσαν(ε) |
θα ματαιώσουν(ε) | να ματαιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ματαιώσει | είχα ματαιώσει | θα έχω ματαιώσει | να έχω ματαιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ματαιώσει | είχες ματαιώσει | θα έχεις ματαιώσει | να έχεις ματαιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ματαιώσει | είχε ματαιώσει | θα έχει ματαιώσει | να έχει ματαιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ματαιώσει | είχαμε ματαιώσει | θα έχουμε ματαιώσει | να έχουμε ματαιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ματαιώσει | είχατε ματαιώσει | θα έχετε ματαιώσει | να έχετε ματαιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ματαιώσει | είχαν ματαιώσει | θα έχουν ματαιώσει | να έχουν ματαιώσει |
| |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- (αγγλικά) Michael J. Franklin, «Concurrency Control and Recovery», σελ. 2, University of Meryland. Προσπέλαση 2020-03-12
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.