διαπραγματεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαπραγματεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαπραγματεύομαι (κερδίζω από εμπορική συναλλαγή) και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική négocier[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.pɾaɣ.maˈte.vo.me/ & /ðʝa.pɾaɣ.maˈte.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαπραγματεύομαι
παλιότερος συλλαβισμός: διαπραγματεύομαι

Ρήμα

διαπραγματεύομαι, π.αόρ.: διαπραγματεύτηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. συζητώ με κάποιον προκειμένου να καταλήξουμε σε κάποια οικονομική συμφωνία ή να λυθεί μια διαφορά μας, κάνω μια διαπραγμάτευση
  2. αναλύω, αναπτύσσω ένα επιστημονικό θέμα
     συνώνυμα: πραγματεύομαι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.