διαπραγματεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαπραγματεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαπραγματεύομαι (κερδίζω από εμπορική συναλλαγή) και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική négocier[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.pɾaɣ.maˈte.vo.me/ & /ðʝa.pɾaɣ.maˈte.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐πραγ‐μα‐τεύ‐ο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐πρα‐γμα‐τεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
διαπραγματεύομαι, π.αόρ.: διαπραγματεύτηκα (αποθετικό ρήμα)
- συζητώ με κάποιον προκειμένου να καταλήξουμε σε κάποια οικονομική συμφωνία ή να λυθεί μια διαφορά μας, κάνω μια διαπραγμάτευση
- αναλύω, αναπτύσσω ένα επιστημονικό θέμα
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαπραγματεύομαι | διαπραγματευόμουν(α) | θα διαπραγματεύομαι | να διαπραγματεύομαι | διαπραγματευόμενος | |
| β' ενικ. | διαπραγματεύεσαι | διαπραγματευόσουν(α) | θα διαπραγματεύεσαι | να διαπραγματεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | διαπραγματεύεται | διαπραγματευόταν(ε) | θα διαπραγματεύεται | να διαπραγματεύεται | ||
| α' πληθ. | διαπραγματευόμαστε | διαπραγματευόμαστε διαπραγματευόμασταν |
θα διαπραγματευόμαστε | να διαπραγματευόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαπραγματεύεστε | διαπραγματευόσαστε διαπραγματευόσασταν |
θα διαπραγματεύεστε | να διαπραγματεύεστε | (διαπραγματεύεστε) | |
| γ' πληθ. | διαπραγματεύονται | διαπραγματεύονταν διαπραγματευόντουσαν |
θα διαπραγματεύονται | να διαπραγματεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαπραγματεύτηκα | θα διαπραγματευτώ | να διαπραγματευτώ | διαπραγματευτεί | ||
| β' ενικ. | διαπραγματεύτηκες | θα διαπραγματευτείς | να διαπραγματευτείς | διαπραγματεύσου | ||
| γ' ενικ. | διαπραγματεύτηκε | θα διαπραγματευτεί | να διαπραγματευτεί | |||
| α' πληθ. | διαπραγματευτήκαμε | θα διαπραγματευτούμε | να διαπραγματευτούμε | |||
| β' πληθ. | διαπραγματευτήκατε | θα διαπραγματευτείτε | να διαπραγματευτείτε | διαπραγματευτείτε | ||
| γ' πληθ. | διαπραγματεύτηκαν διαπραγματευτήκαν(ε) |
θα διαπραγματευτούν(ε) | να διαπραγματευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαπραγματευτεί | είχα διαπραγματευτεί | θα έχω διαπραγματευτεί | να έχω διαπραγματευτεί | διαπραγματευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαπραγματευτεί | είχες διαπραγματευτεί | θα έχεις διαπραγματευτεί | να έχεις διαπραγματευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαπραγματευτεί | είχε διαπραγματευτεί | θα έχει διαπραγματευτεί | να έχει διαπραγματευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαπραγματευτεί | είχαμε διαπραγματευτεί | θα έχουμε διαπραγματευτεί | να έχουμε διαπραγματευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαπραγματευτεί | είχατε διαπραγματευτεί | θα έχετε διαπραγματευτεί | να έχετε διαπραγματευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαπραγματευτεί | είχαν διαπραγματευτεί | θα έχουν διαπραγματευτεί | να έχουν διαπραγματευτεί | ||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- διαπραγματεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- διαπραγματεύομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαπραγματεύομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.