προεστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προεστός οι προεστοί
      γενική του προεστού των προεστών
    αιτιατική τον προεστό τους προεστούς
     κλητική προεστέ προεστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προεστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προεστώς[1], μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προΐστημι < πρό + ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.eˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προεστός

Ουσιαστικό

προεστός αρσενικό

  1. (ιστορία) χριστιανός τοπικός άρχοντας μιας περιοχής κατά την Τουρκοκρατία
  2. (επτανησιακό ιδίωμα) ο ηλικιωμένος[2]

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. προεστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.