κοτζάμπασης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κοτζάμπασης | οι | κοτζαμπάσηδες |
| γενική | του | κοτζάμπαση | των | κοτζαμπάσηδων |
| αιτιατική | τον | κοτζάμπαση | τους | κοτζαμπάσηδες |
| κλητική | κοτζάμπαση | κοτζαμπάσηδες | ||
| Κατηγορία όπως «κοτζάμπασης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kodˈza.ba.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐τζά‐μπα‐σης
Ουσιαστικό
κοτζάμπασης αρσενικό
- (κυριολεκτικά, πολιτική, ιστορία) δημογέροντας, πρόκριτος, προύχοντας των αυτοδιοικούμενων χριστιανικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
- (μεταφορικά, σπάνιο) κάποιος που καταπιέζει, που φέρεται σαν δυνάστης
Συγγενικά
- κοτζαμπασισμός
Μεταφράσεις
κοτζάμπασης
|
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- κοτζάμπασης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κοτζάμπασης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.