προεστώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προεστώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προεστώς
Ουσιαστικό
προεστώς αρσενικό
- (εκκλησιαστικός όρος) προϊστάμενος / αρχηγός σε μοναστήρι, μοναστηριακή κοινότητα κ.λπ.
Μεταφράσεις
προεστώς
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | προεστώς | ἡ | προεστῶσᾰ | τὸ | προεστώς (προεστός) |
| γενική | τοῦ | προεστῶτος | τῆς | προεστώσης | τοῦ | προεστῶτος |
| δοτική | τῷ | προεστῶτῐ | τῇ | προεστώσῃ | τῷ | προεστῶτῐ |
| αιτιατική | τὸν | προεστῶτᾰ | τὴν | προεστῶσᾰν | τὸ | προεστώς (προεστός) |
| κλητική ὦ! | προεστώς | προεστῶσᾰ | προεστώς (προεστός) | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | προεστῶτες | αἱ | προεστῶσαι | τὰ | προεστῶτᾰ |
| γενική | τῶν | προεστώτων | τῶν | προεστωσῶν | τῶν | προεστώτων |
| δοτική | τοῖς | προεστῶσῐ(ν) | ταῖς | προεστώσαις | τοῖς | προεστῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | προεστῶτᾰς | τὰς | προεστώσᾱς | τὰ | προεστῶτᾰ |
| κλητική ὦ! | προεστῶτες | προεστῶσαι | προεστῶτᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προεστῶτε | τὼ | προεστώσᾱ | τὼ | προεστῶτε |
| γεν-δοτ | τοῖν | προεστώτοιν | τοῖν | προεστώσαιν | τοῖν | προεστώτοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τεθνεώς' όπως «τεθνεώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
προεστώς, προεστῶσα, προεστεώς / προεστεός
- άλλη μορφή του προεστηκώς (μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.