προΐστημι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | προΐστημι | προΐσταμαι |
| Παρατατικός | προΐστην | προϊστάμην |
| Μέλλοντας | προστήσω | προστήσομαι |
| Αόριστος | προέστησα | προεστησάμην/προέστην/προεστάθην |
| Παρακείμενος | προστήσας ἔχω | προέστηκα |
| Υπερσυντέλικος | προστήσας εἶχον | προειστήκειν |
| Συντελ.Μέλλ. | προεστήξω | προεστήξομαι |
Ρήμα
προΐστημι (παθητική φωνή: προΐσταμαι)
- στήνω μπροστά, βάζω μπροστά, ενώπιον
- κάνω κάποιον επικεφαλής, αρχηγό
- παρουσιάζω δημόσια, φανερώνω
- είμαι επικεφαλής κόμματος
- επιλέγω κάποιον ως αρχηγό
- προφασίζομαι
- προτιμώ
- ιδρύω κάτι πριν από κάτι άλλο
- φρουρώ, υπερασπίζομαι, υποστηρίζω, προστατεύω
- παθητική φωνή: προΐσταμαι
Εκφράσεις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἵστημι
Κλίση
προΐστημι
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.