προύχοντας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προύχοντας οι προύχοντες
      γενική του προύχοντα των προυχόντων
    αιτιατική τον προύχοντα τους προύχοντες
     κλητική προύχοντα προύχοντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προύχοντας < προύχων < μετοχή του αρχαίου προὔχω ή προέχω (ξεχωρίζω, διακρίνομαι, ηγούμαι)

Ουσιαστικό

προύχοντας αρσενικό

  1. άνθρωπος με πλούτο και ανώτερη κοινωνική θέση και δύναμη
  2. δημογέροντας, πρόκριτος, κοτζάμπασης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.