προύχοντας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προύχοντας | οι | προύχοντες |
| γενική | του | προύχοντα | των | προυχόντων |
| αιτιατική | τον | προύχοντα | τους | προύχοντες |
| κλητική | προύχοντα | προύχοντες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
προύχοντας αρσενικό
- άνθρωπος με πλούτο και ανώτερη κοινωνική θέση και δύναμη
- δημογέροντας, πρόκριτος, κοτζάμπασης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.