προδότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προδότης οι προδότες
      γενική του προδότη των προδοτών
    αιτιατική τον προδότη τους προδότες
     κλητική προδότη προδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προδότης < αρχαία ελληνική προδότης < προδίδωμι < πρό + δίδωμι

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈðo.tis/

Ουσιαστικό

προδότης αρσενικό (θηλυκό: προδότρια, προδότρα, προδότισσα)

  1. αυτός που προδίδει την πατρίδα του
     συνώνυμα: δωσίλογος, κουίσλινγκ
  2. που καταδίδει πρόσωπο σε εχθρούς
     συνώνυμα: καταδότης, σπιούνος, ρουφιάνος, Ιούδας Ισκαριώτης
  3. που αθετεί ηθικές υποχρεώσεις.
  4. που εγκαταλείπει φίλους ή οικείους σε ώρα ανάγκης
     συνώνυμα: άπιστος
  5. που φανερώνει μυστικά
     συνώνυμα: καρφί, πληροφοριοδότης, χαφιές, μαρτυριάρης

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.