προδίδωμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
προδίδωμι (μέση φωνή: προδίδομαι)
- προπληρώνω, δίνω εκ των προτέρων
- παραδίδω στον εχθρό
- εγκαταλείπω στην τύχη του,
- φανερώνω κάτι που δεν θα έπρεπε, προδίδω μυστικό, αποδεικνύομαι άπιστος
- (παθητικό) προδίδομαι, εγκαταλείπομαι
Συγγενικά
- προδοσία
- προδότης
- πρόδοτος (ο προδομένος)
- πρόδοσις (το καπάρο, η προκαταβολή)
- προδοτέον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.