προδότρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προδότρα οι προδότρες
      γενική της προδότρας
    αιτιατική την προδότρα τις προδότρες
     κλητική προδότρα προδότρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προδότρα < προδότης + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

προδότρα θηλυκό

 δείτε τη λέξη προδότης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.