εχθρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εχθρός | οι | εχθροί |
| γενική | του | εχθρού | των | εχθρών |
| αιτιατική | τον | εχθρό | τους | εχθρούς |
| κλητική | εχθρέ | εχθροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εχθρός < αρχαία ελληνική ἐχθρός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /exˈθɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εχ‐θρός
- παλιότερος συλλαβισμός : ε‐χθρός
Ουσιαστικό
εχθρός αρσενικό (θηλυκό: εχθρά)
- ο αντίπαλος, αυτός που επιχειρεί με πολεμικά μέσα να πετύχει στόχο που δεν είναι επιθυμητός από άλλους
- αυτός που προσπαθεί να βλάψει άλλους ή να τους εμποδίσει από το να επιτύχουν κάποιο σκοπό
- αυτός που ενεργεί από μίσος για άλλον, που κάνει κινήσεις που θα έχουν αρνητικές συνέπειες για το υποκείμενο του μίσους του
- αυτός που δεν συμφιλιώνεται με κάτι άλλο, που δεν μπορεί να συνυπάρξει μαζί του
- ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο
Αντώνυμα
-
εχθρός στα Βικιφθέγματα

Μεταφράσεις
Αναφορές
- εχθρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.