εχθρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εχθρός οι εχθροί
      γενική του εχθρού των εχθρών
    αιτιατική τον εχθρό τους εχθρούς
     κλητική εχθρέ εχθροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εχθρός < αρχαία ελληνική ἐχθρός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /exˈθɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εχθρός
παλιότερος συλλαβισμός: εχθρός

Ουσιαστικό

εχθρός αρσενικό (θηλυκό: εχθρά)

  1. ο αντίπαλος, αυτός που επιχειρεί με πολεμικά μέσα να πετύχει στόχο που δεν είναι επιθυμητός από άλλους
     συνώνυμα: πολέμιος
     αντώνυμα: σύμμαχος
  2. αυτός που προσπαθεί να βλάψει άλλους ή να τους εμποδίσει από το να επιτύχουν κάποιο σκοπό
  3. αυτός που ενεργεί από μίσος για άλλον, που κάνει κινήσεις που θα έχουν αρνητικές συνέπειες για το υποκείμενο του μίσους του
  4. αυτός που δεν συμφιλιώνεται με κάτι άλλο, που δεν μπορεί να συνυπάρξει μαζί του
    ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.