άπιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άπιστος | η | άπιστη | το | άπιστο |
| γενική | του | άπιστου | της | άπιστης | του | άπιστου |
| αιτιατική | τον | άπιστο | την | άπιστη | το | άπιστο |
| κλητική | άπιστε | άπιστη | άπιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άπιστοι | οι | άπιστες | τα | άπιστα |
| γενική | των | άπιστων | των | άπιστων | των | άπιστων |
| αιτιατική | τους | άπιστους | τις | άπιστες | τα | άπιστα |
| κλητική | άπιστοι | άπιστες | άπιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άπιστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄπιστος[1] < ἄ- στερητικό + πιστός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.pi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐πι‐στος
Επίθετο
άπιστος, -η, -ο
- που δεν πιστεύει, δεν έχει θρησκευτική πίστη
- (ειδικότερα) (παρωχημένο) που δεν πιστεύει στον Χριστό
- που δε σέβεται το συζυγικό βίο και συνευρίσκεται (ερωτικά) με άλλα άτομα
- που δεν του έχουν εμπιστοσύνη
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Εκφράσεις
- άπιστος Θωμάς: που πιστεύει κάτι μόνο αν το έχει δει με τα ίδια του τα μάτια
Μεταφράσεις
Αναφορές
- άπιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.