χαφιές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαφιές | οι | χαφιέδες |
| γενική | του | χαφιέ | των | χαφιέδων |
| αιτιατική | τον | χαφιέ | τους | χαφιέδες |
| κλητική | χαφιέ | χαφιέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαφιές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική خفیه (τουρκική hafiye) < αραβική خَفِيَّة (ḵafiyya)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈfçes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐φιές
Ουσιαστικό
χαφιές αρσενικό
- (μειωτικό) αστυνομικός ή άτομο συνεργαζόμενο με την αστυνομία που αναλάμβανε να διεισδύσει σε πολιτικές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις με στόχο τη συλλογή πληροφοριών και τελικό σκοπό να τις διαλύσει ή να τις διαβρώσει
- (γενικότερα, μειωτικό) ο πληροφοριοδότης, ο καταδότης
Μεταφράσεις
χαφιές
Πηγές
- χαφιές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χαφιές - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.