ρουφιάνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρουφιάνος οι ρουφιάνοι
      γενική του ρουφιάνου των ρουφιάνων
    αιτιατική τον ρουφιάνο τους ρουφιάνους
     κλητική ρουφιάνε ρουφιάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρουφιάνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική ruffiano + [1] < roffia (βρομιά) < παλαιά άνω γερμανική hrŭf

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾuˈfça.nos/
{{συλλ|ρου|φιά|νος

Ουσιαστικό

ρουφιάνος αρσενικό (θηλυκό ρουφιάνα)

  1. μαστροπός, προαγωγός, νταβατζής
  2. (υβριστικό) καταδότης, σπιούνος, προδότης, χαφιές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.