προστατεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προστατεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προστατεύω (ελληνιστική σημασία: είμαι φύλακας, αρχαία σημασία: είμαι ηγέτης) < προστάτης → δείτε τις λέξεις πρό και ἵσταμαι (θέμα στα-) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική protéger [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.staˈte.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐στα‐τεύ‐ω
Ρήμα
προστατεύω, αόρ.: προστάτεψα, παθ.φωνή: προστατεύομαι, π.αόρ.: προστατεύτηκα/-εύθηκα, μτχ.π.π.: προστατευμένος
- παρέχω προστασία, φυλάω κάποιον από κάτι κακό ή από το ενδεχόμενο να απειληθεί, φροντίζω για την ασφάλεια κάποιου, προφυλάσσω κάποιον από τυχόν κινδύνους
- παράνομα και παρασκηνιακά υποστηρίζω κάποιον
- ↪ Ποιοι προστατεύουν όσους προκαλούν συστηματικά προβοκάτσιες στις διαδηλώσεις;
Συγγενικά
- απροστάτευτος
- προστασία
- προστατευτικός
- προστατευόμενος (μετοχή)
- προστατευμένος
- προστατευτισμός
- υπερπροστατευτικός
→ και δείτε τη λέξη προστάτης
Κλίση
→ λείπει η κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προστατεύω | προστάτευα | θα προστατεύω | να προστατεύω | προστατεύοντας | |
| β' ενικ. | προστατεύεις | προστάτευες | θα προστατεύεις | να προστατεύεις | προστάτευε | |
| γ' ενικ. | προστατεύει | προστάτευε | θα προστατεύει | να προστατεύει | ||
| α' πληθ. | προστατεύουμε | προστατεύαμε | θα προστατεύουμε | να προστατεύουμε | ||
| β' πληθ. | προστατεύετε | προστατεύατε | θα προστατεύετε | να προστατεύετε | προστατεύετε | |
| γ' πληθ. | προστατεύουν(ε) | προστάτευαν προστατεύαν(ε) |
θα προστατεύουν(ε) | να προστατεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προστάτευσα | θα προστατεύσω | να προστατεύσω | προστατεύσει | ||
| β' ενικ. | προστάτευσες | θα προστατεύσεις | να προστατεύσεις | προστάτευσε | ||
| γ' ενικ. | προστάτευσε | θα προστατεύσει | να προστατεύσει | |||
| α' πληθ. | προστατεύσαμε | θα προστατεύσουμε | να προστατεύσουμε | |||
| β' πληθ. | προστατεύσατε | θα προστατεύσετε | να προστατεύσετε | προστατεύστε | ||
| γ' πληθ. | προστάτευσαν προστατεύσαν(ε) |
θα προστατεύσουν(ε) | να προστατεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προστατεύσει | είχα προστατεύσει | θα έχω προστατεύσει | να έχω προστατεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προστατεύσει | είχες προστατεύσει | θα έχεις προστατεύσει | να έχεις προστατεύσει | έχε προστατευμένο | |
| γ' ενικ. | έχει προστατεύσει | είχε προστατεύσει | θα έχει προστατεύσει | να έχει προστατεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προστατεύσει | είχαμε προστατεύσει | θα έχουμε προστατεύσει | να έχουμε προστατεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προστατεύσει | είχατε προστατεύσει | θα έχετε προστατεύσει | να έχετε προστατεύσει | έχετε προστατευμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν προστατεύσει | είχαν προστατεύσει | θα έχουν προστατεύσει | να έχουν προστατεύσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προστατευμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προστατευμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προστατευμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προστατευμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προστατεύομαι | προστατευόμουν(α) | θα προστατεύομαι | να προστατεύομαι | προστατευόμενος | |
| β' ενικ. | προστατεύεσαι | προστατευόσουν(α) | θα προστατεύεσαι | να προστατεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | προστατεύεται | προστατευόταν(ε) | θα προστατεύεται | να προστατεύεται | ||
| α' πληθ. | προστατευόμαστε | προστατευόμαστε προστατευόμασταν |
θα προστατευόμαστε | να προστατευόμαστε | ||
| β' πληθ. | προστατεύεστε | προστατευόσαστε προστατευόσασταν |
θα προστατεύεστε | να προστατεύεστε | (προστατεύεστε) | |
| γ' πληθ. | προστατεύονται | προστατεύονταν προστατευόντουσαν |
θα προστατεύονται | να προστατεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προστατεύτηκα | θα προστατευτώ | να προστατευτώ | προστατευτεί | ||
| β' ενικ. | προστατεύτηκες | θα προστατευτείς | να προστατευτείς | προστατεύσου | ||
| γ' ενικ. | προστατεύτηκε | θα προστατευτεί | να προστατευτεί | |||
| α' πληθ. | προστατευτήκαμε | θα προστατευτούμε | να προστατευτούμε | |||
| β' πληθ. | προστατευτήκατε | θα προστατευτείτε | να προστατευτείτε | προστατευτείτε | ||
| γ' πληθ. | προστατεύτηκαν προστατευτήκαν(ε) |
θα προστατευτούν(ε) | να προστατευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προστατευτεί | είχα προστατευτεί | θα έχω προστατευτεί | να έχω προστατευτεί | προστατευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προστατευτεί | είχες προστατευτεί | θα έχεις προστατευτεί | να έχεις προστατευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προστατευτεί | είχε προστατευτεί | θα έχει προστατευτεί | να έχει προστατευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προστατευτεί | είχαμε προστατευτεί | θα έχουμε προστατευτεί | να έχουμε προστατευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προστατευτεί | είχατε προστατευτεί | θα έχετε προστατευτεί | να έχετε προστατευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προστατευτεί | είχαν προστατευτεί | θα έχουν προστατευτεί | να έχουν προστατευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι προστατευμένος - είμαστε, είστε, είναι προστατευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν προστατευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν προστατευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι προστατευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι προστατευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι προστατευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι προστατευμένοι | |||||
Μεταφράσεις
προστατεύω
|
Αναφορές
- προστατεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
προστατεύω
- είμαι ηγέτης, είμαι κυβερνήτης, ηγέτης
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 3, 4.6
- λέγεις σύ, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ὡς τοῦ αὐτοῦ ἀνδρός ἐστι χορηγεῖν τε καλῶς καὶ στρατηγεῖν; λέγω ἔγωγ᾽, ἔφη, ὡς, ὅτου ἄν τις προστατεύῃ, ἐὰν γιγνώσκῃ τε ὧν δεῖ καὶ ταῦτα πορίζεσθαι δύνηται, ἀγαθὸς ἂν εἴη προστάτης, εἴτε χοροῦ εἴτε οἴκου εἴτε πόλεως εἴτε στρατεύματος προστατεύοι.
- → λείπει η μετάφραση
- (ελληνιστική σημασία) προστατεύω
Συνώνυμα
- προστατέω
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- προστατεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προστατεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.