ποιμενικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποιμενικός η ποιμενική το ποιμενικό
      γενική του ποιμενικού της ποιμενικής του ποιμενικού
    αιτιατική τον ποιμενικό την ποιμενική το ποιμενικό
     κλητική ποιμενικέ ποιμενική ποιμενικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποιμενικοί οι ποιμενικές τα ποιμενικά
      γενική των ποιμενικών των ποιμενικών των ποιμενικών
    αιτιατική τους ποιμενικούς τις ποιμενικές τα ποιμενικά
     κλητική ποιμενικοί ποιμενικές ποιμενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ποιμενικός < ελληνιστική κοινή ποιμενικός < αρχαία ελληνική ποιμήν

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.me.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποιμενικός

Επίθετο

ποιμενικός

  1. που έχει σχέση με βοσκούς, με ποιμένες
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ποιμενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.