αφιερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφιερωμένος | η | αφιερωμένη | το | αφιερωμένο |
| γενική | του | αφιερωμένου | της | αφιερωμένης | του | αφιερωμένου |
| αιτιατική | τον | αφιερωμένο | την | αφιερωμένη | το | αφιερωμένο |
| κλητική | αφιερωμένε | αφιερωμένη | αφιερωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφιερωμένοι | οι | αφιερωμένες | τα | αφιερωμένα |
| γενική | των | αφιερωμένων | των | αφιερωμένων | των | αφιερωμένων |
| αιτιατική | τους | αφιερωμένους | τις | αφιερωμένες | τα | αφιερωμένα |
| κλητική | αφιερωμένοι | αφιερωμένες | αφιερωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
αφιερωμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου αφιερώνω
- (ουσιαστικοποιημένο) (ιστορία) προσωνυμία που δινόταν στα μέλη του έκτου βαθμού της Φιλικής Εταιρείας
- → προηγούμενος βαθμός: αρχιποιμένας
- → επόμενος βαθμός: Αρχηγός των αφιερωμένων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.