ποίμνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ποίμνιο | τα | ποίμνια |
| γενική | του | ποιμνίου & ποίμνιου |
των | ποιμνίων |
| αιτιατική | το | ποίμνιο | τα | ποίμνια |
| κλητική | ποίμνιο | ποίμνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποίμνιο < αρχαία ελληνική ποίμνιον < ποίμνη < ποιμήν
Ουσιαστικό
ποίμνιο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (λόγιο) το κοπάδι, το σύνολο των προβάτων ή άλλων ζώων ενός βοσκού
- (μεταφορικά) (θρησκεία) το σύνολο των πιστών μιας ενορίας, μιας εκκλησίας κ.λπ.
Συγγενικά
- ποίμνη
- ποιμνιοστάσιο
- → δείτε τη λέξη ποιμένας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.