ποίμνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποίμνιο τα ποίμνια
      γενική του ποιμνίου
& ποίμνιου
των ποιμνίων
    αιτιατική το ποίμνιο τα ποίμνια
     κλητική ποίμνιο ποίμνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποίμνιο < αρχαία ελληνική ποίμνιον < ποίμνη < ποιμήν

Ουσιαστικό

ποίμνιο ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) (λόγιο) το κοπάδι, το σύνολο των προβάτων ή άλλων ζώων ενός βοσκού
  2. (μεταφορικά) (θρησκεία) το σύνολο των πιστών μιας ενορίας, μιας εκκλησίας κ.λπ.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.