προσωνυμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωνυμία οι προσωνυμίες
      γενική της προσωνυμίας των προσωνυμιών
    αιτιατική την προσωνυμία τις προσωνυμίες
     κλητική προσωνυμία προσωνυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσωνυμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσωνυμία

Ουσιαστικό

προσωνυμία θηλυκό

  • όνομα που προστίθεται σε ένα πρόσωπο και έχει σχέση με κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα του προσώπου αυτού
    «Ηρακλής νικητής», προσωνυμία του Ηρακλή στην αρχαία Ρώμη.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.