pastor

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

pastor (en)

Ρήμα

pastor (en)



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet pastre pastor
cas régime pastor pastors

pastor

Σημειώσεις

Στην cas sujet του ενικού, μπορεί (ή όχι) να υπάρχει ένα αναλογικό s.

Συγγενικά

  • pastore
  • pastorel
  • pastoret
  • pastorgier
  • pasture



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

pastor < pasco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh- (προστατεύω)

Ουσιαστικό

pastor (la) αρσενικό

  1. βοσκός
  2. ποιμένας
  3. ορνιθοτρόφος

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική pastor pastorēs
γενική pastoris pastorum
δοτική pastorī pastoribus
αιτιατική pastorem pastorēs
κλητική pastor pastorēs
αφαιρετική pastore pastoribus
(γ' κλίση)

Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

pastor (ro) αρσενικό

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.