ποιμενάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποιμενάρχης οι ποιμενάρχες
      γενική του ποιμενάρχη των ποιμεναρχών
    αιτιατική τον ποιμενάρχη τους ποιμενάρχες
     κλητική ποιμενάρχη ποιμενάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποιμενάρχης < μεσαιωνική ελληνική ποιμενάρχης < αρχαία ελληνική ποιμήν + ἄρχω

Ουσιαστικό

ποιμενάρχης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.