πλουτοκράτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλουτοκράτισσα οι πλουτοκράτισσες
      γενική της πλουτοκράτισσας των πλουτοκρατισσών
    αιτιατική την πλουτοκράτισσα τις πλουτοκράτισσες
     κλητική πλουτοκράτισσα πλουτοκράτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλουτοκράτισσα < πλουτοκράτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

πλουτοκράτισσα θηλυκό

 δείτε τη λέξη πλουτοκράτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.