εμπλουτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμπλουτισμός οι εμπλουτισμοί
      γενική του εμπλουτισμού των εμπλουτισμών
    αιτιατική τον εμπλουτισμό τους εμπλουτισμούς
     κλητική εμπλουτισμέ εμπλουτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπλουτισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εμπλουτισμός αρσενικό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμπλουτίζω, η προσθήκη στοιχείων ώστε να αυξηθεί η ποσότητα ή η περιεκτικότητα ή η ποικιλία

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.