πλούτια
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈplu.tça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλού‐τια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πλούτια ουδέτερο
- άλλη μορφή του πλούτη, πληθυντικός αριθμός του πλούτος (αρσενικού)
- ※ Διονύσιος Ρώμας, 1906-1961. «Το ρεμπελιό των ποπολάρων» στις τριλογίες Περίπλους απόσπασμα@books.google
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.