πλουταίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλουταίνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

πλουταίνω

  1. γίνομαι πλούσιος
  2. κάνω κάποιον πλούσιο

Παροιμίες

  • με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  πλούτος

Συνώνυμα

 δείτε τη λέξη  πλουτίζω

Αντώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.