πενία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πενία | οι | πενίες |
| γενική | της | πενίας | των | πενιών |
| αιτιατική | την | πενία | τις | πενίες |
| κλητική | πενία | πενίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πενία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πενία
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- πενία τέχνας κατεργάζεται: όταν η ευρηματικότητα και οι έξυπνες λύσεις είναι το δημιουργικό αντίβαρο στις δυσκολίες και στην ανεπάρκεια των μέσων
Σύνθετα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πενίᾱ | αἱ | πενίαι |
| γενική | τῆς | πενίᾱς | τῶν | πενιῶν |
| δοτική | τῇ | πενίᾳ | ταῖς | πενίαις |
| αιτιατική | τὴν | πενίᾱν | τὰς | πενίᾱς |
| κλητική ὦ! | πενίᾱ | πενίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πενίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πενίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πενία < πέν(ομαι) (μοχθώ, αργότερα: στερούμαι, είμαι φτωχός) + -ία (υποχωρητικός αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πενία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πενία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.