εμπλουτίζομαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εμπλουτίζομαι
<
εμπλουτίζω
Ρήμα
εμπλουτίζομαι
αυξάνω
την
περιεκτικότητά
μου σε κάτι, με φυσικό τρόπο, χωρίς εξωτερική
επέμβαση
Μεταφράσεις
εμπλουτίζομαι
γαλλικά
:
s'enrichir
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.