πλουτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλουτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλουτῶ (πλουτέω, είμαι πλούσιος) < πλοῦτος (πλούτος)

Προφορά

ΔΦΑ : /pluˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλουτώ
τονικό παρώνυμο: πλούτο

Ρήμα

πλουτώ (χωρίς παθητική φωνή)

Σύνθετα

  • αδικοπλουτώ
  • υπερπλουτώ

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.