πλουτοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλουτοκρατία οι πλουτοκρατίες
      γενική της πλουτοκρατίας των πλουτοκρατιών
    αιτιατική την πλουτοκρατία τις πλουτοκρατίες
     κλητική πλουτοκρατία πλουτοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλουτοκρατία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλουτοκρατία[1] Συγχρονικά αναλύεται σε πλούτ(ος) + -ο- + -κρατία

Προφορά

ΔΦΑ : /plu.to.kɾaˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλουτοκρατία

Ουσιαστικό

πλουτοκρατία θηλυκό

  1. (πολιτική, οικονομία) η κυριαρχία του πλούτου, των πλουσίων στην κοινωνία
  2. το σύνολο τωνν πλούσιων, η χλιδή στην οποία ζουν
    Άσ' τους αυτούς! αυτοί είναι πλουτοκρατία! Ζούνε μες στα πούπουλα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πλούτος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.