πλουτοκράτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλουτοκράτης οι πλουτοκράτες
      γενική του πλουτοκράτη των πλουτοκρατών
    αιτιατική τον πλουτοκράτη τους πλουτοκράτες
     κλητική πλουτοκράτη πλουτοκράτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλουτοκράτης < πλούτ(ος) + -ο- + -κράτης

Ουσιαστικό

πλουτοκράτης αρσενικό

  1. το άτομο που κατέχει μεγάλη περιουσία και μέρος των μέσων παραγωγής, που “ζει στην χλιδή”, ο πλούσιος.
  2. (κοινωνία) το άτομο που ανήκει στην αστική τάξη.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.