πλουτοκράτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλουτοκράτης | οι | πλουτοκράτες |
| γενική | του | πλουτοκράτη | των | πλουτοκρατών |
| αιτιατική | τον | πλουτοκράτη | τους | πλουτοκράτες |
| κλητική | πλουτοκράτη | πλουτοκράτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πλουτοκράτης αρσενικό
- το άτομο που κατέχει μεγάλη περιουσία και μέρος των μέσων παραγωγής, που “ζει στην χλιδή”, ο πλούσιος.
- (κοινωνία) το άτομο που ανήκει στην αστική τάξη.
Μεταφράσεις
πλουτοκράτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.