pilote
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| pilote | pilotes |
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.lɔt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
pilote (fr) αρσενικό
- (επάγγελμα, αεροπορικός όρος) ο πιλότος, ο κυβερνήτης
- ο πλοηγός,
- (επάγγελμα) ο χειριστής
- ο κυβερνήτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.