πλόος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλόος | οι | πλόοι |
| γενική | του | πλόου | των | πλόων |
| αιτιατική | τον | πλόο | τους | πλόους |
| κλητική | πλόε | πλόοι | ||
| Δείτε και την κλίση του αρχαίου πλόος. | ||||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πλόος αρσενικό
- (παρωχημένο, λογοτεχνικό) όπως στα αρχαία ελληνικά, ασυναίρετος, ο πλους
- ※ Αποπλεύσαμε την επομένη κατά το βραδάκι. Ο πλόος ωραίος, η θάλασσα λάδι. (Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος Α/Π/ Ελένη [διήγημα])
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πλόος > πλοῦς | οἱ | πλόοι > πλοῖ |
| γενική | τοῦ | πλόου > πλοῦ | τῶν | πλόων > πλῶν |
| δοτική | τῷ | πλόῳ > πλῷ | τοῖς | πλόοις > πλοῖς |
| αιτιατική | τὸν | πλόον > πλοῦν | τοὺς | πλόους > πλοῦς |
| κλητική ὦ! | πλόε > πλοῦ | πλόοι > πλοῖ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλόω > πλώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πλόοιν > πλοῖν | ||
| 2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλόος, ήδη ομηρικό < *πλοϝ‑ος < μεταπτωτική βαθμίδα όπως στο ρήμα πλέω < *πλέϝ‑ω [1]
Ουσιαστικό
πλόος αρσενικό, συνηρημένο πλοῦς
- ο πλους, ταξίδι διά θαλάσσης, το πλέειν, συνήθως το καλό ταξίδι
Εκφράσεις
Συγγενικά
Σύνθετα
- ἀγχίπλοος, ἀγχίπλους (επίθετο)
- ἀκρόπλοος, ἀκρόπλους (επίθετο)
- ἁλίπλοος, ἁλίπλους (επίθετο)
- ἀμφίπλους, ἀμφίπλους (επίθετο)
- ἀμφοτερόπλοος, ἀμφοτερόπλους (επίθετο)
- ἀνάπλοος, ἀνάπλους (επίθετο)
- ἀνέμπλοος, ἀνέμπλους (επίθετο)
- ἀπειρόπλους (ουσιαστικό)
- ἄπλοος, ἄπλους (επίθετο)
- ἀπόπλοος, ἀπόπλους (επίθετο, ουσιαστικό)
- βαθύπλοος, βαθύπλους (επίθετο)
- γοργόπλοος (επίθετο)
- διάπλοος, διάπλους (επίθετο, ουσιαστικό)
- διέκπλοος, διέκπλους (ουσιαστικό)
- δυσανάπλοος, δυσανάπλους (επίθετο)
- δυσείσπλοος, δυσείσπλους (επίθετο)
- δυσέκπλοος, δυσέκπλους (επίθετο)
- δυσπαράπλοος, δυσπαράπλους (επίθετο)
- δύσπλοος, δύσπλους (επίθετο)
- εἴσπλοος, εἴσπλους (ουσιαστικό)
- ἔκπλοος, ἔκπλους (ουσιαστικό)
- ἐμπειρόπλοος, ἐμπειρόπλους (επίθετο)
- ἐπέκπλοος, ἐπέκπλους (ουσιαστικό)
- ἐπίπλοος, ἐπίπλους (επίθετο, ουσιαστικό)
- ἑτερόπλοος, ἑτερόπλους (επίθετο)
- εὐθύπλοος, εὐθύπλους (επίθετο)
- εὐπαράπλοος, εὐπαράπλους (επίθετο)
- Εὔπλοος
- εὔπλοος, εὔπλους (επίθετο)
- θαλασσόπλοος, θαλασσόπλους (επίθετο)
- κακόπλοος, κακόπλους (επίθετο)
- κατάπλοος, κατάπλους (ουσιαστικό)
- κοινόπλοος, κοινόπλους (επίθετο)
- μετάπλοος, μετάπλους (ουσιαστικό)
- ξύμπλοος, ξύμπλους (επίθετο)
- ὁμόπλοος, ὁμόπλους (επίθετο)
- ὀρθόπλοος, ὀρθόπλους (επίθετο)
- παλίμπλοος, παλίμπλους (επίθετο)
- (πελαγόπλοος επίθετο)
- παράπλοος, παράπλους (ουσιαστικό, επίθετο)
- περίπλοος, περίπλους (ουσιαστικό, επίθετο)
- πολύπλοος, πολύπλους (επίθετο)
- πρόπλοος, πρόπλους (επίθετο, ουσιαστικό)
- πρόσπλοος, πρόσπλους (ουσιαστικό)
- πρωτόπλοος, πρωτόπλους (επίθετο)
- σύμπλοος, σύμπλους (επίθετο)
- συνομόπλοος, συνομόπλους (ουσιαστικό)
- ταχύπλοος, ταχύπλους (επίθετο)
- ὑπόπλους (ουσιαστικό)
- φιλόπλοος, φιλόπλους (επίθετο)
- ὠκύπλοος, ὠκύπλους (επίθετο)
- διαφορετικό το κεραυνόπλους → δείτε τη λέξη κεραύνοπλος
Αναφορές
- πλους - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πλόος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλόος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.