πλοήγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλοήγηση | οι | πλοηγήσεις |
| γενική | της | πλοήγησης* | των | πλοηγήσεων |
| αιτιατική | την | πλοήγηση | τις | πλοηγήσεις |
| κλητική | πλοήγηση | πλοηγήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πλοηγήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πλοήγηση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η οδήγηση ενός πλοίου από έμπειρο πλοηγό, προκειμένου να εισέλθει σ’ ένα επικίνδυνο για την ασφάλεια του πλοίου λιμάνι ή να εξέλθει απ’ αυτό
- (κατ’ επέκταση) η οδήγηση ενός οποιουδήποτε οχήματος
- (κατ’ επέκταση) η καθοδήγηση ενός οδηγού κάποιου οχήματος με οπτικές ή ακουστικές ενδείξεις από ένα σύστημα, που μέσω δορυφορικών στιγμάτων βρίσκει τη θέση του οχήματος σ’ έναν ψηφιακό χάρτη
Μεταφράσεις
πλοήγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.