square
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| square | squares |
square (en)
- (γεωμετρία) το τετράγωνο (το γεωμετρικό σχήμα)
- (μαθηματικά) το τετράγωνο (η δεύτερη δύναμη ενός αριθμού)
- γεωμετρικό όργανο σε σχήμα L ή Τ για τον σχεδιασμό ορθών γωνιών (γνώμονας)
- η πλατεία
- (ΗΒ) το σύμβολο # στις τηλεφωνικές συσκευές
- (δεκαετία του '50) κάποιος που ακολουθεί κατά γράμμα τις κοινωνικές συμβάσεις
Ρήμα
| ενεστώτας | square |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | squares |
| αόριστος | squared |
| παθητική μετοχή | squared |
| ενεργητική μετοχή | squaring |
square (en)
- τετραγωνίζω
- square και square the matter: επιδιορθώνω, επιλύω, βρίσκω λύση
Πολυλεκτικοί όροι
- square bracket (η αγκύλη [...])
-
Square (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.