place
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| place | places |
place (en)
- ο τόπος, ο μέρος, η περιοχή
- (συνήθως ενικός) η θέση σε έναν αγώνα ή διαγωνισμό
- ↪ His horse took first place.
- Το άλογό του πήρε την πρώτη θέση.
- ↪ His horse took first place.
- η φάση, μια συγκεκριμένη κατάσταση σε μια συγκεκριμένη στιγμή
- ↪ I came across him in a bad place, he had just lost his money playing cards.
- Τον πέτυχα σε άσκημη φάση, μόλις είχε χάσει τα λεφτά του στα χαρτιά.
- ↪ I am in a place right now where I’m having a good time.
- Είμαι σε φάση που περνάω καλά.
- ↪ I came across him in a bad place, he had just lost his money playing cards.
Ρήμα
| ενεστώτας | place |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | places |
| αόριστος | placed |
| παθητική μετοχή | placed |
| ενεργητική μετοχή | placing |
place (en)
- (μεταβατικό) βάζω, τοποθετώ κάτι σε ένα συγκεκριμένο μέρος, ειδικά όταν το κάνω προσεκτικά
- ↪ She wanted to place the vase somewhere safe so it doesn't fall and break.
- Αυτή ήθελε να βάλει το βάζο κάπου ασφαλές για να μην πέσει και σπάσει.
- ↪ She placed the dishes on the table.
- Έβαλε τα πιάτα στο τραπέζι.
- ↪ 'He placed himself behind a tree.
- Τοποθετήθηκε πίσω από ένα δέντρο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη put
- ↪ She wanted to place the vase somewhere safe so it doesn't fall and break.
- (μεταβατικό) τοποθετώ, βάζω, βρίσκω κατάλληλη δουλειά, σπίτι κτλ. για κάποιον
- ↪ They placed him in the accounts department.
- Τον τοποθέτησαν στο λογιστήριο.
- ↪ I put somebody in a position.
- Βάζω κάποιον σε μια θέση.
- ↪ They placed him in the accounts department.
- (μεταβατικό) εντάσσω, αποφασίζω ότι κάποιος ή κάτι έχει μια συγκεκριμένη θέση σε σύγκριση με άλλους ανθρώπους ή πράγματα
- ↪ He asked them to place him in the immediate next salary bracket.
- Zήτησε να τον εντάξουν στο αμέσως επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο.
- ↪ I place a work of art in its social context.
- Εντάσσω ένα έργο τέχνης στο κοινωνικό του πλαίσιο.
- ↪ It is not possible to place them all in one category.
- Δε γίνεται να τα εντάξουμε όλα σε μια κατηγορία.
- ≈ συνώνυμα: put
- ↪ He asked them to place him in the immediate next salary bracket.
Εκφράσεις
Πηγές
- place (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- place (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 883. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, τοποθετώ
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.