θεωρείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θεωρείο | τα | θεωρεία |
| γενική | του | θεωρείου | των | θεωρείων |
| αιτιατική | το | θεωρείο | τα | θεωρεία |
| κλητική | θεωρείο | θεωρεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεωρείο, λόγια λέξη < (ελληνιστική κοινή) θεωρεῖον
Ουσιαστικό
θεωρείο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.