κατοικημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατοικημένος η κατοικημένη το κατοικημένο
      γενική του κατοικημένου της κατοικημένης του κατοικημένου
    αιτιατική τον κατοικημένο την κατοικημένη το κατοικημένο
     κλητική κατοικημένε κατοικημένη κατοικημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατοικημένοι οι κατοικημένες τα κατοικημένα
      γενική των κατοικημένων των κατοικημένων των κατοικημένων
    αιτιατική τους κατοικημένους τις κατοικημένες τα κατοικημένα
     κλητική κατοικημένοι κατοικημένες κατοικημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατοικημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατοικούμαι

Μετοχή

κατοικημένος, -η ,-ο

μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή

Αντώνυμα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.