πιλοτιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πιλοτιέρα | οι | πιλοτιέρες |
| γενική | της | πιλοτιέρας | των | πιλοτιερών |
| αιτιατική | την | πιλοτιέρα | τις | πιλοτιέρες |
| κλητική | πιλοτιέρα | πιλοτιέρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιλοτιέρα < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
πιλοτιέρα
|
→ δείτε τη λέξη πλοηγίδα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.