πιλοτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιλοτικός η πιλοτική το πιλοτικό
      γενική του πιλοτικού της πιλοτικής του πιλοτικού
    αιτιατική τον πιλοτικό την πιλοτική το πιλοτικό
     κλητική πιλοτικέ πιλοτική πιλοτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιλοτικοί οι πιλοτικές τα πιλοτικά
      γενική των πιλοτικών των πιλοτικών των πιλοτικών
    αιτιατική τους πιλοτικούς τις πιλοτικές τα πιλοτικά
     κλητική πιλοτικοί πιλοτικές πιλοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πιλοτικός < πιλότος

Επίθετο

πιλοτικός, -ή, -ό

  • που λειτουργεί ως πιλότος (οδηγός, πρότυπο) για την ευρύτερη εφαρμογή ενός προγράμματος, συστήματος, διαδικασίας
πιλοτικό μοντέλο θεάτρου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.