πιλοτάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιλοτάρισμα τα πιλοταρίσματα
      γενική του πιλοταρίσματος των πιλοταρισμάτων
    αιτιατική το πιλοτάρισμα τα πιλοταρίσματα
     κλητική πιλοτάρισμα πιλοταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιλοτάρισμα < πιλοτάρω + -ισμα

Ουσιαστικό

πιλοτάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.