πιλοτάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιλοτάρισμα | τα | πιλοταρίσματα |
| γενική | του | πιλοταρίσματος | των | πιλοταρισμάτων |
| αιτιατική | το | πιλοτάρισμα | τα | πιλοταρίσματα |
| κλητική | πιλοτάρισμα | πιλοταρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πιλοτάρισμα ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος, ναυτικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιλοτάρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.