πιλοτάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πιλοτάρω < ιταλική pilotare < μεσαιωνική λατινική pilotus μεσαιωνική λατινική pedota < αρχαία ελληνική πηδόν (αντιδάνειο) < πούς

Ρήμα

πιλοτάρω

  1. (αεροπορικός όρος) οδηγώ, κυβερνώ
  2. (ναυτικός όρος) πλοηγώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.