αεροπόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αεροπόρος οι αεροπόροι
      γενική του/της αεροπόρου των αεροπόρων
    αιτιατική τον/την αεροπόρο τους/τις αεροπόρους
     κλητική αεροπόρε αεροπόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεροπόρος, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ἀεροπόρος, -ος, -ον, "που διανύει μια πορεία στον αέρα", αερο-

Ουσιαστικό

αεροπόρος αρσενικό ή θηλυκό (και προφορικό θηλυκό αεροπορίνα)

  1. (αεροπορικός όρος, επάγγελμα) αυτός που πετάει με αεροπλανα (ο πιλότος)
    οι αδελφοί Ράιτ ήταν οι πρώτοι αεροπόροι
  2. αυτός που υπηρετεί στην Πολεμική Αεροπορία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.