πιλοτίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πιλοτίνα | οι | πιλοτίνες |
| γενική | της | πιλοτίνας | των | πιλοτινών |
| αιτιατική | την | πιλοτίνα | τις | πιλοτίνες |
| κλητική | πιλοτίνα | πιλοτίνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιλοτίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pilotina
Ουσιαστικό
πιλοτίνα θηλυκό
Μεταφράσεις
πιλοτίνα
|
→ δείτε τη λέξη πλοηγίδα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.