πιλοτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιλοτήριο | τα | πιλοτήρια |
| γενική | του | πιλοτηρίου & πιλοτήριου |
των | πιλοτηρίων |
| αιτιατική | το | πιλοτήριο | τα | πιλοτήρια |
| κλητική | πιλοτήριο | πιλοτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Νυκτερινή θέα από το πιλοτήριο ενός A320
Ουσιαστικό
πιλοτήριο ουδέτερο
- ο χώρος που βρίσκονται τα χειριστήρια πλοήγησης, ο πιλότος και ενδεχομένως μέλη του πληρώματος ενός σκάφους: αεροσκάφους, πλοίου κ.λπ.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πιλότος
Μεταφράσεις
πιλοτήριο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.