πιλοτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιλοτήριο τα πιλοτήρια
      γενική του πιλοτηρίου
& πιλοτήριου
των πιλοτηρίων
    αιτιατική το πιλοτήριο τα πιλοτήρια
     κλητική πιλοτήριο πιλοτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Νυκτερινή θέα από το πιλοτήριο ενός A320

Ετυμολογία

πιλοτήριο < πιλό(τος) + -τήριο

Ουσιαστικό

πιλοτήριο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.