περιστέρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιστέρι τα περιστέρια
      γενική του περιστεριού των περιστεριών
    αιτιατική το περιστέρι τα περιστέρια
     κλητική περιστέρι περιστέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
περιστέρι
Columba guinea

Ετυμολογία

περιστέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική περιστέριν < ελληνιστική κοινή , υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική περιστερά[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈste.ɾi/

Ουσιαστικό

περιστέρι ουδέτερο

  • (πτηνό) πτηνό με μικρό και παχουλό σώμα και χαρακτηριστική (γουργουριστή) φωνή, το οποίο εξημερώνεται εύκολα και εντοπίζεται, συχνά, στις πλατείες των πόλεων

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • ταχυδρομικό περιστέρι: το πτηνό που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα, μετά από κατάλληλη εκπαίδευση, ως αγγελιοφόροι για μεταφορές μηνυμάτων, λόγω της μεγάλης αντοχής και ταχύτητάς τους
  • περιστέρι της ειρήνης: το σύμβολο της ειρήνης και εμβληματοποιείται με το λευκό περιστέρι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.