φοινικοπερίστερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φοινικοπερίστερο τα φοινικοπερίστερα
      γενική του φοινικοπερίστερου των φοινικοπερίστερων
    αιτιατική το φοινικοπερίστερο τα φοινικοπερίστερα
     κλητική φοινικοπερίστερο φοινικοπερίστερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Spilopelia senegalensis cambayensis, το φοινικοτρύγονο ή φοινικοπερίστερο.

Ετυμολογία

φοινικοπερίστερο < φοίνικ(ας) + -ο- + περιστέρ(ι) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.ni.ko.peˈɾi.ste.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φοινικοτρύγονο

Ουσιαστικό

φοινικοπερίστερο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.