φοινικοπερίστερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φοινικοπερίστερο | τα | φοινικοπερίστερα |
| γενική | του | φοινικοπερίστερου | των | φοινικοπερίστερων |
| αιτιατική | το | φοινικοπερίστερο | τα | φοινικοπερίστερα |
| κλητική | φοινικοπερίστερο | φοινικοπερίστερα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Spilopelia senegalensis cambayensis, το φοινικοτρύγονο ή φοινικοπερίστερο.
Ετυμολογία
- φοινικοπερίστερο < φοίνικ(ας) + -ο- + περιστέρ(ι) + -ο
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.ni.ko.peˈɾi.ste.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φοι‐νι‐κο‐τρύ‐γο‐νο
Ουσιαστικό
φοινικοπερίστερο ουδέτερο
- (πτηνό) κοινή ονομασία για το αποδημητικό πουλί του είδους Streptopelia senegalensis που εμφανίζεται στην Αφρική, τη Μικρά Ασία και την Αραβική και Ινδική Χερσόνησο. Συγγενικό με τη δεκαοχτούρα και το τρυγόνι [1]
- ταξινομική οικογένεια: Περιστερίδες (Columbidae), γένος Spilopelia
-
laughing dove στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.