αγριοπερίστερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγριοπερίστερο | τα | αγριοπερίστερα |
| γενική | του | αγριοπερίστερου | των | αγριοπερίστερων |
| αιτιατική | το | αγριοπερίστερο | τα | αγριοπερίστερα |
| κλητική | αγριοπερίστερο | αγριοπερίστερα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
%252C_Palacio_de_Nymphenburg%252C_M%C3%BAnich%252C_Alemania01.JPG.webp)
Columba livia, το αγριοπερίστερο.
Ετυμολογία
- αγριοπερίστερο < αγριο- + περιστέρ(ι) + -ο
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.o.peˈɾi.ste.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐ο‐πε‐ρί‐στε‐ρο
Ουσιαστικό
αγριοπερίστερο ουδέτερο
- (πτηνό) άγριο περιστέρι, όπως η κοινή ονομασία του είδους Columba livia
Συνώνυμα
- ταξινομική οικογένεια: Περιστερίδες (Columbidae), γένος Columba
- λατινικά: → δείτε τις λέξεις columba και livia
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.